- διηγούμενον
- рассказывающего
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
διηγούμενον — διηγέομαι set out in detail pres part mp masc acc sg (attic epic doric) διηγέομαι set out in detail pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) διηγέομαι set out in detail pres part mid masc acc sg (attic epic doric) διηγέομαι set out in… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)